- ασοφία
- ἀσοφία, η (Α) [άσοφος]η έλλειψη σοφίας, η μωρία, η απερισκεψία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσοφία — ἀσοφίᾱ , ἀσοφία folly fem nom/voc/acc dual ἀσοφίᾱ , ἀσοφία folly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσοφίᾳ — ἀσοφίαι , ἀσοφία folly fem nom/voc pl ἀσοφίᾱͅ , ἀσοφία folly fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσοφίας — ἀσοφίᾱς , ἀσοφία folly fem acc pl ἀσοφίᾱς , ἀσοφία folly fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσοφίαν — ἀσοφίᾱν , ἀσοφία folly fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσοφίη — ἀσοφία folly fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσοφίῃ — ἀσοφία folly fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)